Πάφος

Πάφος
Πάφος, ου, ἡ (Hom. et al.; ins; SibOr 4, 128; 5, 451) Paphos (Nea Paphos), a city on the west coast of Cyprus less than 2 km. fr. the shore (not to be confused w. Palaipaphos, which is east of Nea Paphos) the seat of the Rom. proconsul. Paul visited the city on his so-called first missionary journey Ac 13:6, 13.—Lit. s.v. Κύπρος; JHS 9, 1889, 158ff.; Pauly-W. XVIII 937ff; Kl. Pauly IV 484–87; BHHW III 1382f; PECS 673f (lit.); FMaier, Alt-Paphos auf Cypern ’85; OEANE IV 245f.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Πάφος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάφος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος και διάδοχος του Κινύρα, του ιδρυτή της θρησκείας της Αφροδίτης στην Κύπρο. Ο Π. πήρε το όνομά του από την ομώνυμη αρχαία πόλη του νησιού, όπου ο πατέρας του διετέλεσε πρωθιερέας του ναού της Αφροδίτης και πρώτος… …   Dictionary of Greek

  • Γεωργιάδης, Κλεάνθης — (Πάφος Κύπρου 1910 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας (1935 43), γυμνασιάρχης Κερύνειας, Λαπήδου και Μόρφου (1943 59),… …   Dictionary of Greek

  • Κριναίος, Παύλος — (Πάφος Κύπρου 1903 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Κύπριου δημοσιογράφου και λογοτέχνη Παύλου Μιχαηλίδη. Το 1930 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες αθηναϊκές και κυπριακές εφημερίδες και… …   Dictionary of Greek

  • Μαραθεύτης, Μιχαλάκης — (Πάφος Κύπρου 1926 –). Φιλόλογος, παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα παιδαγωγικά σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος σε γυμνάσια της… …   Dictionary of Greek

  • Πάφον — Πάφος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάφου — Πάφος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάφων — Πάφος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πάφῳ — Πάφος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Paphos — Πάφος (Greek) Baf (Turkish) …   Wikipedia

  • Paphos — 34.77527777777832.424166666667 …   Deutsch Wikipedia

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”