Πάφος — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάφος — I Μυθολογικό πρόσωπο, γιος και διάδοχος του Κινύρα, του ιδρυτή της θρησκείας της Αφροδίτης στην Κύπρο. Ο Π. πήρε το όνομά του από την ομώνυμη αρχαία πόλη του νησιού, όπου ο πατέρας του διετέλεσε πρωθιερέας του ναού της Αφροδίτης και πρώτος… … Dictionary of Greek
Γεωργιάδης, Κλεάνθης — (Πάφος Κύπρου 1910 –). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως καθηγητής στο Παγκύπριο Εμπορικό Λύκειο Λάρνακας (1935 43), γυμνασιάρχης Κερύνειας, Λαπήδου και Μόρφου (1943 59),… … Dictionary of Greek
Κριναίος, Παύλος — (Πάφος Κύπρου 1903 –). Φιλολογικό ψευδώνυμο του Κύπριου δημοσιογράφου και λογοτέχνη Παύλου Μιχαηλίδη. Το 1930 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος, συνεργαζόμενος με διάφορες αθηναϊκές και κυπριακές εφημερίδες και… … Dictionary of Greek
Μαραθεύτης, Μιχαλάκης — (Πάφος Κύπρου 1926 –). Φιλόλογος, παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στα παιδαγωγικά σε πανεπιστήμια της Αγγλίας και των ΗΠΑ. Σταδιοδρόμησε αρχικά ως φιλόλογος σε γυμνάσια της… … Dictionary of Greek
Πάφον — Πάφος fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάφου — Πάφος fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάφων — Πάφος fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάφῳ — Πάφος fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Paphos — Πάφος (Greek) Baf (Turkish) … Wikipedia
Paphos — 34.77527777777832.424166666667 … Deutsch Wikipedia